-
1 πραγματεύομαι
πραγματεύομαι, ion. πρηγματεύομαι, depon. med., doch findet sich auch der aor. pass. πρηγματευϑῆναι in derselben actioen Bdtg, Her. 2, 87, wie Strab. 12, 3, 11; – eine Sache, ein Geschäft treiben, beschäftigt sein, sich womit abgeben, Etwas treiben; πάντα ταῠτα, Plat. Prot. 361 d; περί τι, Theaet. 187 a; περὶ σωφροσύνης, Rep. IV, 430 d, u. öfter; das pers. auch in passiver Bdtg, Parm. 129 e; ἃ ποιήματά μοι ἐδόκει μάλιστα πεπραγματεῠσϑαι αὐτοῖς, Apol. 22 b; πραγματεύεσϑαι τὴν νύκτα, die Nacht durch arbeiten, Xen. Cyr. 2, 4, 26; Dem. u. Folgde; συντάξεις πραγματεύεσϑαι, Geschichte schreiben, Pol. 12, 27, 7. τοὺς πολέμους καὶ τὰς πράξεις, 4, 4, 3; auch absolut in dieser Bdtg, 1, 4, 3; später bes. Geld- u. Handelsgeschäfte machen, Plut. Sull. 17; πρ. ἀπὸ ἐμπορίας καὶ δανεισμῶν, Cat. min. 59.
См. также в других словарях:
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek